Ἀριστόκυπρος

Ἀριστόκυπρος
Ἀριστόκυπρος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αριστόκυπρος — (; – περ. 500 π.Χ.). Βασιλιάς των Σόλων στην Κύπρο, γιος του Φιλόκυπρου. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον των Περσών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”